μαλακεντικός

μαλακεντικός
μαλακευτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει τη δύναμη ή την ικανότητα να μαλακώνει, να καταπραΰνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακεύω < μαλακός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”